- πεντάγλωσσος
- ος, ο[ν] написанный на пяти языках;
πεντάγλωσσο λεξικό — пятиязычный словарь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεντάγλωσσο λεξικό — пятиязычный словарь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεντάγλωσσος — η, ο 1. (για κείμενο, βιβλίο) αυτός που είναι συντεταγμένος σε πέντε γλώσσες («πεντάγλωσσο λεξικό») 2. (για πρόσ.) αυτός που μιλά πέντε γλώσσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + γλώσσα (πρβλ. δί γλωσσος)] … Dictionary of Greek
May 1 (Eastern Orthodox liturgics) — Apr. 30 Eastern Orthodox Church calendar May 2. All fixed commemorations below celebrated on May 14 by Old Calendarists. Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 References … Wikipedia
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
Συμεών — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γέρος Ισραηλίτης ο οποίος κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ με την προσδοκία του Μεσσία. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος τον αναφέρει, σημειώνει ότι «ην αυτώ κεχρηματισμέvov υπό του Πνεύματος του Αγίου μη… … Dictionary of Greek